Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

θηλώδης, -ης, -ες [thilo΄δis]

     παπίλαρι]    
papillary

         

Ερμηνεία:

Αυτός που μοιάζει με θηλή.



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Papillary fibroelastoma of the aortic valve. Vukmirović F, Vukmirović M, Vukmirović IT.Vojnosanit Pregl. 2014 Jun;71(6):600-2. A Clear Cell Variant of Papillary Thyroid Microcarcinoma With Lung, Bone, and Soft Tissue Metastases. Yazici B, Ertan Y, Oral A, Akgün A.Clin Nucl Med. 2015 May 25. 



Συνώνυμα:







© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παθολογική Ανατομική: